φουρκραία

φουρκραία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αμαρυλλιδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. furcraea από το όν. τού Γάλλου χημικού, κόμη Αntoine F. de Fourcroy].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”